θυλακοφόρος

θυλακοφόρος
θυλακοφόρος, -ον (Α)
(για χωρικούς που ζουν σε ορεινά μέρη) αυτός που φέρει μαζί του σακούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -φορος (< φέρω), πρβλ. ροπαλο-φόρος, φαεσ-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θυλακοφόροι — θυλακοφόρος carrying a bag masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • θυλακοφορώ — θυλακοφορῶ, έω (Α) [θυλακοφόρος] φέρω σακούλι, ταγάρι …   Dictionary of Greek

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek

  • καμπτροφόρος — καμπτροφόρος, ὁ (Α) δούλος που κρατά τη θήκη, τη σάκα με τα βιβλία τών παιδιών, θυλακοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος] …   Dictionary of Greek

  • καψάριος — καψάριος, ὁ (Α) 1. αυτός που κρατά τον θύλακο*, ο θυλακοφόρος 2. ο δούλος που κρατούσε τη θήκη τών βιβλίων τών παιδιών όταν πήγαιναν στον δάσκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (I) + επίθ. άριος (πρβλ. σπαθ άριος, ταβουλ άριος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”